ὑλιστή

ὑλιστή
ὑλιστός
strained
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υλιστικός — ή, ό / ὑλιστικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υλισμό ή στον υλιστή, ματεριαλιστικός («υλιστική θεωρία») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλιστικόν οτιδήποτε ανήκει στον υλιστήρα. επίρρ... υλιστικώς και υλιστικά Ν σύμφωνα με τη… …   Dictionary of Greek

  • υλιστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στον υλισμό ή στον υλιστή (βλ. λ.), ο ματεριαλιστικός: Υλιστική θεωρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”